- ταπεινώνω
- ταπεινῶ, -όω, ΝΜΑ [ταπεινός]μτφ. μειώνω κάποιον, θίγω την υπερηφάνειά του, τόν εξευτελίζωνεοελλ.μέσ. ταπεινώνομαιμειώνεται η υπόληψά μουμσν.-αρχ.1. καθιστώ κάποιον μετριοπαθή, μετριόφρονα («ὅστις ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», ΚΔ)2. παθ. ταπεινοῡμαι, -όομαι- επιδεικνύω ταπεινοφροσύνηαρχ.1. καθιστώ κάτι χαμηλότερο, χαμηλώνω2. ελαττώνω τον όγκο, ιδίως φυτού3. βιάζω, ατιμάζω γυναίκα4. μτφ. α) περιορίζω («ἐλπίζων διασκεδάσειν τὰ ἐγκλήματα καὶ ταπεινώσειν τὸν φθόνον», Πλούτ.)β) θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου, ασήμαντογ) καταπιέζω5. παθ. α) (για ποταμό) καθίσταμαι πιο αβαθής, πιο ρηχόςβ) (για πλανήτες) υφίσταμαι απόκλιση.
Dictionary of Greek. 2013.